- νάτος
- -η, -ο ή νά τος, νά τη, νά τοιδού αυτός, ιδού αυτή, ιδού αυτό.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. τ. ονομαστικής, σχηματισμένος από φράσεις σε αιτ.: να τον, να την, να το (< να + αιτ. ασθενούς τ. προσωπ. αντωνυμιών τον / την / το). Η φράση να τον είχε δεικτική λειτουργία, που εν συνεχεία δηλώθηκε μονολεκτικά (νάτον / νάτην / νάτο), επεκταθείσα από την αιτ. στην ονομ. (νάτος / νάτη / νάτο)].
Dictionary of Greek. 2013.